κροκοδείλιος

κροκοδείλιος
-α, -ο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κροκόδειλο: Αυτά είναι κροκοδείλια δάκρυα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κροκοδείλιος — και κροκοδίλιος, α, ο 1. αυτός που έχει σχέση με τον κροκόδειλο 2. φρ. «κροκοδείλια δάκρυα» ψεύτικα δάκρυα, υποκριτική λύπη ή θλίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κροκόδειλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • κροκόδειλος — και κροκόδιλος και κορκόδειλος (AM κροκόδειλος και κορκόδειλος, Α και κροκόδιλος και κορκόδριλλος και κορκότιλος και κροκύδιλος) σαρκοφάγο και μεγάλων διαστάσεων ερπετό τής τάξης κροκοδείλια αρχ. διάφορα είδη σαύρας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κροκό διλος πιθ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”